ἔπηλυς

ἔπηλυς
ἔπηλυς
one who comes to
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • έπηλυς — ἔπηλυς, υ (AM) ξένος, αλλοδαπός («ξένους ἀμείβεσθ ὡς ἐπήλυδας πρέπει», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που επανέρχεται σε μια θέση («ὦ ξένοι, ἔλθετ ἐπήλυδες αὖθις», Σοφ.) 2. προσήλυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηλυς (< θ. ελυθ συνεσταλμ. μεταπτωτική βαθμίδα …   Dictionary of Greek

  • ἐπηλύδων — ἔπηλυς one who comes to masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπήλυδα — ἔπηλυς one who comes to masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπήλυδας — ἔπηλυς one who comes to masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπήλυδες — ἔπηλυς one who comes to masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπήλυδι — ἔπηλυς one who comes to masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπήλυδος — ἔπηλυς one who comes to masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπήλυσι — ἔπηλυς one who comes to masc/fem dat pl ἐπήλυσις approach fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπήλυσιν — ἔπηλυς one who comes to masc/fem dat pl ἐπήλυσις approach fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔπηλυ — ἔπηλυς one who comes to masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”